ἰσοψύχως

ἰσοψύχως
ἰσοψύ̱χως , ἰσόψυχος
of equal spirit
adverbial
ἰσοψύ̱χως , ἰσόψυχος
of equal spirit
masc/fem acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ισόψυχος — ἰσόψυχος, ον (ΑΜ) αυτός που έχει την ίδια γνώμη ή τις ίδιες ιδέες με άλλον αρχ. αυτός που είναι εξίσου ανδρείος, γενναίος με κάποιον. επίρρ... ἰσοψύχως (Μ) γενναίως, ανδρείως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + ψυχος (< ψυχή), πρβλ. μικρό ψυχος, σκληρό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”